Στράτος Φουντούλης

Ασκήσεις

1
Ο ήλιος προσπαθεί να κρυφτεί, κρύβεται για λίγο, αλλά παραμένει ορατός, και υπάρχει ένα βαθυκόκκινο που πλημμυρίζει τα πάντα – ορατό μόνο• όταν το βγάλεις από το νου.

2
Τραίνο. Χασμουρήθηκε. Έτριψε τα μάτια• οι άλλοι τα ανοιγόκλειναν όπως οι πόρτες των κουπέ με τα ντεσιμπέλ του εξωτερικού ήχου αυξομειώνονται και η σκέψη κλειδώνει αμπαρώνει κουμπώνει• χτίζονται φράσεις εν μέσω τρεχούμενων σκιών στο παράθυρο του τραίνου και το συνεχές ρυθμικό ντουντού-ντου-ντου-ντου-ντουντού της υπερταχείας και ο χρόνος επανέρχεται• ο χρόνος νιώθεις συνθλίβεται στου συρμού τα σφυρίγματα τα ξεφυσήματα καθώς αναχωρεί με θλίψη• οι αναχωρήσεις έχουν πάντα αποθηκευμένη θλίψη ιδιαιτέρως οι χαρούμενες. Θυμάσαι. Το αεράκι ανέμιζε τις πρόχειρα κολλημένες υδατογραφίες στον τοίχο• «πρόσεχε τις σκάλες» ακούς• το ακούς. Επανέρχεται, ψιθυριστά. Θυμάσαι. Μέρες εικόνες. Φωτεινές λέξεις στο σκοτάδι. Το κρύο κρεβάτι• θάνατο ψιθύριζε ο ορίζοντας και ζήσαμε. Ακόμα και στην Υμηττού αριθμός τόσο, ζήσαμε. Ζήσαμε κάπως καλά, «μην τρίβεις τα μάτια» και πρόσεχε

τις σκάλες.

3
Πέρασαν σαράντα τόσα χρόνια. Το κάψιμο των μυρμηγκιών ήταν στη βραδινή μας διάταξη• συνδυαζόταν συχνά με σκοπεύσεις αεροβόλου στις λάμπες του δήμου και τριάντα οκτώ χρόνια από το «Μιλά η Μόσχα» του Αναγνωστάκη. Τα ταξίδια μας μακρινά σε Μοντεβιδέο, Σαγκάη, Καλκούτα. Μνήμες-ξόανα που προστέθηκαν και μεταφέρθηκαν σε ίσκιους. Σχήματα χρωματιστά, υπόγεια διαφανή σχήματα. Ανάκατα με σκόνη, άμμο, άχυρο, τριμμένο κεραμίδι και φιγούρες γυναικείες. Όλα αδιάψευστα είδωλα πυρετικών διαθέσεων• στέκονται κοντά, προσφέροντας χάδι ανάμεσα σε διαστήματα σιωπής, αφάνειας. Νόστος. Όλες οι ασκήμιες του χτες πέρασαν στη καθαρότητα, σήμερα• τώρα συνεχίζουμε να μαζεύουμε νωπές παπαρούνες. Αυτό θέλουμε. Για τα δυσάρεστα

μιλιά.

4
Εκείνο που. Πλανάται πάνω από την παλιά γειτονιά, και το άλλο που ντύνει κουβέντες μέσα στη σιωπή. Γνωστών ιστορίες. Εν μέσω ελαχίστως διακριτών φράσεων. Η σκέψη που τυλίγει δύο καλλωπισμένες επιστολές˙ αφημένες έξω από την πόρτα γνωστού διπλανού φίλου πονεμένου. Ποιος να τις έγραψε. Και εκείνος που διηγείται τα ελάχιστα που ξέρει ραντίζει ευωδία στο κάθε του βήμα. Στην παλιά γειτονιά. Ο έγκλειστος νέος του υπογείου. Η όμορφη απέναντι με τα σορτς που γνέφει, συνωμοτικά, ραντεβού τα μεσάνυχτα. Ο αλλόκοτος αλλοτινός μικρόκοσμός μας, η μυρωδιά του φρεσκοσιδερωμένου ρούχου, το ηλιόλουστο διάτρητο απόγευμα. Τώρα η σιωπή βλέπεται πια με τα γυμνά σου μάτια. Να. Εκεί. Στέκει δίπλα στη φιάλη με τα όνειρα που δραπετεύουν λίγο-λίγο προς μια ανέφικτη επιλογή, μακριά. Πολύ μακριά. Κανένα υπαινικτικό έστω ίχνος διεξόδου. Μόνο ένα βάρος πάντα• στους

ώμους βαραίνει.

5
«Τέλος του ανθρώπου οι άνθρωποι»
Γιώργος Χειμωνάς

Η φλόγα τρεμοπαίζει. Το βλέμμα κόβει τη ζωή φέτες αφήνοντας γι’ αργότερα τον πρόλογο που χωρίζει μικρά βιωματικά αποσπάσματα. Η πνοή ξέρει – δεν είναι δυνατόν αυτά να τοποθετούνται έτσι στο χαρτί• θα θυμίζουν αυταπάτες καταλυτικών διαβρώσεων. Θέλει δόμηση παραδοσιακά τακτοποιημένη σε περιστατικά. Θέλει τροχιές κλασικές και αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο – έστω σε πρώτο. Θέλει σύνολο οικείο με αλληλοφωτιζόμενα μέρη. Τα θέλει συνειδητά να συμβαίνουν, να σβήνουν• ή να παραλείπονται. Επιθυμεί πρόσωπα, χώρους και τόπους, άδεια δωμάτια, πράξεις και απραξίες – κυρίως αυτές. Όλα αβέβαια. Πιστά σε μια αμφιλεγόμενη γλώσσα
που τρεμοσβήνει.

O Στράτος Φουντούλης είναι εικαστικός. Γεννήθηκε στην Κάλυμνο και μεγάλωσε στη Νότιο Αφρική και στην Αθήνα. Αν και σπούδασε γραφικές και μερικώς καλές τέχνες, θεωρεί τον εαυτό του αυτοδίδακτο. Έχει πραγματοποιήσει πάνω από 100 ομαδικές κι ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Έργα του βρίσκονται σε πολλές ιδιωτικές συλλογές. Κείμενά του πεζά, ποιητικά και δοκίμια έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα αγγλόφωνα και ελληνόφωνα έντυπα, καθώς και στο διαδίκτυο. Από το 1991 ζει και εργάζεται στις Βρυξέλλες. Το 2003 ιδρύει το περιοδικό λόγου Στάχτες (staxtes.com), το οποίο και διατηρεί έως σήμερα.

Ιστοσελίδα: Αγριμολόγοςhttps://agrimologos.com/

Χρύσα Φάντη

H ιστορία της Σ.

Μόλις εμφανίζεται ο Θόδωρος, το κορίτσι παίρνει την τσάντα του παραμάσχαλα και κατεβαίνει στο κουζινάκι. Μάτι στην οροφή, αυτί στο σανίδι. Όχι αυτό που πατά. Αυτό που γι’ αυτούς είναι τώρα πάτωμα και για κείνη ταβάνι. Το σανιδοτάβανο τρίζει. Τα δοκάρια πηγαινοέρχονται σαν κάποιος πάνω τους να χοροπηδά. Η Σ. δεν μπορεί να φανταστεί τον Θόδωρο να χοροπηδά. Το ντρανγκαντρουνγκ συνεχίζεται. Η Σ. λέει στη Σουτ να πάρει το κουζινομάχαιρο και ν’ ανέβει τη σκάλα. Και; Η Σουτ ανεβαίνει; Η Σουτ βλέπει τον Θόδωρο ανάσκελο πάνω στο στρώμα της Λ., παντελόνια κατεβασμένα. Τον καρφώνει με κοφτές, γρήγορες μαχαιριές. Και η Σ.; Η Σ. κάτω στο κουζινάκι με το πατσαβουράκι της Λ. καθαρίζει ένα μαχαίρι. Αυτό που χρησιμοποίησε η Σουτ για να ξεκοιλιάσει τον Θόδωρο; Αυτό που είχε χρησιμοποιήσει η Λ. για να καθαρίσει τη ρέγκα. Ο θόρυβος από το πάνω πάτωμα σταματά. Στο στόμα τής Σουτ μια στραβή γκριμάτσα. Και στα χείλη της; Τα δαγκωμένα πετσάκια; Στο στομάχι της μια σουβλιά. Η Σουτ σφίγγει μέσα στη χούφτα της το λουράκι της τσάντας. Μάτι ορθάνοιχτο, γουρλωμένο. Όταν τα δοκάρια αρχίζουν πάλι να πηγαινοέρχονται, άνασσα πια και παντάνασσα παίρνει την πρώτη ανάσα. Μαντεύει ότι ο Θόδωρος «τρυγάει» τη Λ.; Καταλαβαίνει ότι ο κηδεμόνας της «οργώνει» ξανά «το αμπέλι» τής Λ. Κι «οργώνοντας το αμπέλι» τής Λ. δεν θα χρειαστεί να «οργώσει» το δικό της. Δηλαδή; Δεν θ’ ακούσει ξανά τις παντούφλες του στον διάδρομο; Χάρη στη Λ., δεν θα ξαναδεί τη σκιά της ποδάρας του κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας. Σηκώνεται από το χράμι κι ανάβει τη λάμπα του λαδιού. Όχι τη λάμπα δίπλα στο στρώμα της Λ., την άλλη, μέσα στο κουζινάκι.
Στο περβάζι πάνω από το τζάκι αντί για τσουκάλια υπάρχουν βιβλία. Η Σ. διαβάζει για έναν υπάλληλο που μετά την κηδεία της μάνας του πυροβολεί έναν ξένο. Μετά, ο ίδιος αυτός υπάλληλος, ο οποίος όμως είναι και φοιτητής, λιώνει το κεφάλι κάποιας γριάς τοκογλύφου. Πιο μετά, πάλι αυτός, από τις τύψεις του, γίνεται έντομο και αφήνει τους άλλους να τον συνθλίψουν. Με το τακούνι τους; Είτε με το τακούνι τους, είτε με τη μυγοσκοτώστρα. Αλλά, ω του θαύματος, στο τέταρτο κατά σειρά βιβλίο της Λ. ο φοιτητής ξαναζωντανεύει. Και δεν είναι έντομο; Είναι ξανά υπάλληλος; Είναι κάποιος που λέει πως είναι χωρομέτρης. Κι αυτός ο χωρομέτρης αριβάρει σε ένα χωριό και ρωτά δεξιά κι αριστερά για έναν πύργο. Τον βρίσκει; …Κι ο χωρομέτρης λέει πως ήρθε… κι οι χωρικοί λένε πως στο χωριό τους… Η Σ. όλο αυτό με τον πύργο και το χωριό δεν είναι ακόμη σε θέση να το προσδιορίσει. Ανοίγει το πέμπτο βιβλίο της Λ. Σ’ αυτό δεν υπάρχουνε υπάλληλοι. Χωρομέτρες; Ούτε. Άνθρωποι; Υπάρχουν; Υπάρχουν. Αλλά χωρίς ονόματα. Ούτε αρχικά; Ούτε. Ούτε πεζά; Εδώ οι ήρωες δεν έχουν ονόματα, έχουν όμως νούμερα. Κι ανάμεσά τους έχουν ένα κορίτσι. Κι αυτό είναι το αγαπημένο κορίτσι της Σουτ; Αυτό θα γίνει το αγαπημένο βιβλίο της Σ.Η Σ. στον ύπνο της μέσα δίνει πίσω στη Λ. το βιβλίο. Μια δεύτερη Σ. μεταμορφώνει τη Σουτ σε σκύλο. Ο σκύλος ορμάει στο βιβλίο και το καταβροχθίζει. Η δεύτερη Σ. ψάχνει τώρα για αγκίστρι. Για να ψαρέψει το βιβλίο από το στομάχι της Σουτ; Για να το βγάλει από το στόμα του σκύλου. Αλλά, ω του θαύματος, το βιβλίο πέφτει από μόνο του. Ακέραιο; Όπως κομματιασμένος ψαλμός. Κι η Σ., για να το διαβάσει όπως πριν, ψάχνει για ματογυάλια; Ανάβει κεράκια σε μανουάλια; Φοράει ράσα και πετραχήλια; Η Σ. –ίσως όμως κι η Λ.–, για να το διαβάσουν όπως η Σουτ, πρέπει να ξαναφορέσουν μπροστέλες. Σαλιάρες όπως όταν ήταν μικρές; Πετσετούλες όπως εκείνες που η Ουρανία πέρναγε γύρω από τον λαιμό της Σουτ, κι ύστερα έσφιγγε, έσφιγγε… μέχρι να βεβαιωθεί πως αυτή, λίγο ακόμη και θα λιποθυμούσε. Εν ολίγοις τα βιβλία της Λ., όπως και οι εφιάλτες που βλέπει η Σ., κολλάνε πάνω στη γλώσσα. Τη γλώσσα της Σουτ; […]

Η ιστορία της Σ, μυθιστόρημα, απόσπασμα

Η Χρύσα Φάντη σπούδασε νομικά και παιδαγωγικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και εργάστηκε στο δημόσιο ως εκπαιδευτικός. Έχει εκδώσει: Το δόντι του λύκου (Πατάκης, 2007, διηγήματα), Η ιστορία της Σ. (Γαβριηλίδης, 2016, μυθιστόρημα). Το 2007 συμμετείχε στον συλλογικό τόμο των εκδόσεων «Πατάκης» Ηotel μετανάστευση με το εκτενές διήγημα «Στην αγκαλιά του κανένα». Από το 2002 μέχρι σήμερα, κριτικές και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Ζει στην Αθήνα.

Νίκος Σταμπάκης


ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΑΣ

Θέλω να βγω στο βαθύ βράδυ να βαδίσω όπως παλιά
Προσεχτικά πατώντας τις σκιές των κρεμαστών δελφινιών κι ελαφρολίθων
Στο λικνιστό αργότερα λιθόστρωτο πλάι στο κανάλι όπου χάσκει βυθισμένο το θωρηκτό ΙΩΣΑΦΑΤ 21
Κι οι πάνινες ολούθε μουλιασμένες μαριονέτες με τα πλουμιστά φουστάνια και τ’ απλανή τους παγωμένα μάτια
Πιο πέρα, αβέβαια δονούμενες στη λήθη, οι βάρκες-παράγκες ή τσιμπούκια με τις απλωμένες τους οθόνες από ημιδιαφανή ροζ χταπόδια
Ανεβαίνοντας τη σκοτεινή γαλάζια σκάλα από μονόπτερα οκτώ
Η γέφυρα όπου ακούγεται μακριά το μουγκανητό του μεγάλου ξαπλωμένου βοδιού με τη χοντρή χορδή στην ανοιχτή κοιλιά του
Στο απέναντι πεζοδρόμιο ανοίγεται η σοφίτα με τους σιωπηλούς πελεκάνους που τα γυαλιστερά τους ράμφη αντανακλώνται σε υδρογείους
Βαδίζοντας στις μύτες των ποδιών ανάμεσα στους παραζαλισμένους βώλους που κυλούν με διαφορετικές διευθύνσεις και ταχύτητες σ’ ευθείες, τεθλασμένες και καμπύλες
Δρασκελίζεις το χαμηλό παράθυρο με τη γλάστρα από πράσινο ημίψηλο όπου σαλεύουν άνθη λαζουλίτη
Και βρίσκεσαι ήδη στην παλιά βεράντα που στο μέσο ανοίγει σε τόξο 60ο που η ανάπτυξή του σε κύκλο είναι στρωμένη με ολόκληρα και λειψά τετράγωνα σκακιέρας
Μπροστά, πάνω στη μαύρη μάζα των κυπαρισσιών, αιωρείται ένα ολόφωτο μικρό ξυλένιο σπίτι, στο κατώφλι ένας παπαγάλος και στα μάτια του καρφωμένα κυκλικά πορτοκαλί χαρτιά όπου διαγράφονται δίνες

Απόσπασμα από Το Κάστρο της Κανέλλας


ΛΥΚΟΦΩΛΙΑ
Όπως την πίστη στον θεό, στον Αη-Βασίλη
(Με τα διάφορα τοπικά ονόματά του)
Στο μάτιασμα, σε στοιχειωμένες κούκλες
Στην γκρίζα οντότητα που σε παρατηρεί απ’ το παράθυρο
Καθώς περνάς από το νούμερο πενήντα
Της Μπάρκλεϊ Σκουέρ (το πατρικό του Κάνιγγος)
Και τόσες άλλες δοξασίες κατάπτυστες
Που επιβάλλονται όμως λόγω παλαιότητος
Καθώς δημόσιοι λειτουργοί (αλλ’ ας μην παρεκβαίνουμε:
Ας μένουμε προσηλωμένοι στο αντικείμενο
Επίμονα κι ίσως εμμονικά
Εάν εμμονή ονομάζουν τη συνέπεια
Την ευγλωττία και την έλλογη συγκρότηση
(Αρετές συναφείς και δη αλληλένδετες
Μα όχι ταυτόσημες, καθώς ίσως νομίζουν
Όσοι στερούνται άπασες, κι ας τις επικαλούνται
Για να θολώσουν ως συνήθως τα νερά
Πείθοντας μόνο κάτι ευήθεις σκόρπιους
Που την επίκληση θαρρούν για επιτέλεση
Δίχως από τις διαψεύσεις να διδάσκονται
Μήτε και να μετανοούν γιατί παρέσυραν
Και τόσους άλλους αξιότερους αυτών
(Που θα ’πρεπε ίσως να ’ξεραν καλύτερα)
Στην τόσο ολισθηρή οδό της πλάνης)))
Παρομοιάζει λέω το σχήμα εκπληκτικά
Με την οπή που άνοιξε στο τοίχωμα σπηλαίου
Απάτητου από τα βάθη της Τουρκοκρατίας
(Πεποίθηση που παραμένει ελαφρώς αυθαίρετη
Κι ωστόσο αρέσκομαι να την υιοθετώ
Προπάντων όταν αφηγούμαι τα καθέκαστα
Σε ομήγυρη ημιμαθών και ρεμπεσκέδων
(Εξυπακούεται ότι οι παρόντες εξαιρούνται))

Απόσπασμα από τη Λυκοφωλιά

Artwork: Anne Siems

Ο Νίκος Σταμπάκης είναι θεωρητικός του κινηματογράφου και μεταφραστής. Έχει εκδώσει τα βιβλία Το Μπαούλο με τις μπίλιες (2007), Η Νύχτα των αποκρίσεων (2009), Το Άλας των ηφαιστείων (2010) και τα δύο πρώτα μέρη της τριλογίας Οι Αναπόφευκτοι (2012), Το Διπλό δωμάτιο (2014) (τρίτο μέρος Η Νεραϊδονονά, 2015), όλα στις εκδόσεις Φαρφουλάς. Έχει επιμεληθεί και μεταφράσει τη μοναδική ανθολογία ελληνικού υπερρεαλισμού στην αγγλική γλώσσα (University of Texas Press, 2008) και έχει μεταφράσει στα ελληνικά πολλά βιβλία, κυρίως από το χώρο του υπερρεαλισμού και της φαντασιακής γραφής. Ανήκει στη συντακτική ομάδα του περιοδικού Κλήδονας.

Γιώργος Σπανός

ΠΟΙΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Τα βρόχια στα βουνά ίδια δες τα
πώς πιάσαν το πέρασμα
στα φανάρια με τα παιδικά τους μάτια
τα τσαντάκια μέσης
τα επαιτικά ισχνά δάχτυλα
βαφτισμένα
μες στη ζαλάδα των καυσαερίων
των βρισιών και των κλάξον,
ξέρεις δεν προορίζονται να παίξουν κάποτε,
ποτέ,
σ’ αυτάρεσκα πλήκτρα του πιάνου
μια Fuga του Μπαχ

με ρωτάνε για σένα

τις φυγές στους δρόμους μιας Αθήνας
πριν γεννηθούν,
διαψεύσεις
στην εξορία των συμμιγών μας συμπτώσεων
με τις οποίες δεν ξεμπερδεύεις

Από τη συλλογή Προσφυγή

Η ΕΜΦΩΛΕΥΟΥΣΑ ΔΙΝΗ
Προπαντός να βγει μηχανεύτηκε
σώος κι αβλαβής απ’ το τρυπάκι
Σημαίνει έξοδος από windows 2000
με πρησμένα μάτια
για συνήθη ψιλά
Σημαίνει αδειάζει φιάλη οξυγόνου
εν ώρα κρίσης κι άλλα σοβαρά ενδεχόμενα
Ζαχαρώνει τη βλέψη λοιπόν
να μπήκε στη θήκη του βιολιού που δεν έγινε
–λέει–
που σαν κλειστή δαγκάνα ευσύνοπτη
εμφωλεύει στο ράφι πλάι
απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο της σαλοτραπεζαρίας

αργά ή γρήγορα όλο και κάποιος χριστιανός θα βρεθεί
τέτοιο αδιάφορο μαύρο κουτί να το πετάξει

Από τη συλλογή Προσφυγή

V

(ΜΕΣΟΛΙΜΝΑ)
Πέλαγο ωκεανό είπα τη γούρνα με τα λασπόνερα
οπού ερωτεύονται οι βάτραχοι κι οι σκνίπες συχνά
και καθρεφτίστηκε
της σκοτισμένης βασίλισσάς μου μετά της κουστωδίας αυτής
η βενετσιάνικη μάσκα το ακρόπρωρο με τα πανιά
της σχεδίας

και άλλες λέξεις που ειδικεύονται στη σπογγαλιεία
και την αλιεία μαργαριταριών
στα τόσα δεινά ως διά ροπάλου βρίσκουν μιαν επιφάνεια
οι σπασμένες υδρορροές όπως
με πυρετό μια ώρα ψιχαλιστή και όλα, το ευτύχημα ναι,
–απ’ του γλάρου το φτερό να πιω νερό με τ’ αλάτι–
μεταμορφώνονται σε εσένα

κι ένα βοτσαλάκι πνιχτό ομόκεντρης νύξης
καθ’ υπαγόρευσι ζωή μα μην το πεις∙
μη φοβηθείς αγάπη μου ε δ ώ θα κινδυνεύεις

Από τη συλλογή Ενδιαίτημα σε υγρότοπο

Αrtwork: Anne Siems

Ο Γιώργος Σπανός γεννήθηκε στην Αμφιθέα Μεσσήνης. Σπούδασε οικονομικά και μουσική. Ζει στην Αθήνα και διδάσκει στη δημόσια εκπαίδευση. Έγραψε στίχους τραγουδιών για τις ανάγκες, κυρίως, θεατρικών παραστάσεων. Η ποιητική του συλλογή Προσφυγή κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης» το 2015. Ποιήματά του, μελέτες και κριτικές έχουν δημοσιευτεί και δημοσιεύονται σε λογοτεχνικά περιοδικά.

Ιφιγένεια Σιαφάκα

 

Λευκό από χθες

Αχ, όλα αυτά είναι μια γλυκιά ανάσα στη ζωή μας! Yποψιάζομαι, βέβαια, πως έχετε βρει τον τρόπο, επειδή για τίποτε δεν σας καίγεται καρφάκι, να αποκαλύπτεσθε άμεμπτος ως διευθυντής ταχυδρομείου παρά τις βλεμματικές σας ξιφασκίες. Επικαλείστε μία μικρή ποσότητα σαγήνης, που επιτείνει το πλάγιό σας βλέμμα, όταν το κρύβετε στον ανασηκωμένο γούνινο γιακά σας – θυμίζετε, λένε τα κουτσομπολιά, είτε πολιτικούς είτε χολιγουντιανούς αστέρες. Η Μάιρα Φέρλαντ, που έχει σχέση με μία κοντινή ξαδέλφη σας, επιβεβαιώνει μία φωτογραφία σας σε τρία τέταρτα, που, αν δεν ήταν βγαλμένη στο βουνό, θα λέγαμε ότι ήσαστε υποψήφιος βουλευτής. Τεντωμένος, αγέρωχος, μ’ ένα πικρό χαμόγελο ατένιζε το μέλλον ο Φρανκ Σλάις, είπε. Φορούσε ένα μπλέιζερ και είχε ένα μικρό σπυρί στο δεξιό του μάγουλο, σημάδι που τον έκανε ανθρώπινο και φυσικό. Να φανταστείτε ότι η Έρικα Λίβερσον βρίσκει πως μοιάζετε στον Ίλαϊ Γουάλας, στον άσχημο εκείνης της ταινίας σπαγγέτι με τον καλό και τον κακό.
Γι’ αυτούς τους λόγους, σας το εξομολογούμαι, θέλω ν’ αγγίξω αυτόν το γούνινο γιακά σας, νιώθω ότι θα πάρω κάτι κι εγώ η φτωχή από τη σιγουριά με την οποία περιφέρετε στους ώμους σας τον κόσμο. Ναι, ο κόσμος γίνεται δικός σας, εγώ μέρος του δικού σας, κι έτσι και οι δυο μας νιώθουμε ευτυχείς, μέσα από ένα ρούχο, μια ένωση για ό,τι κρυφό μάς απαγορεύει την απόλαυση. Αχ, αυτές τις ώρες γίνεστε ο πρωταγωνιστής μου! Δεν τολμώ όμως, όχι, δεν τολμώ! γιατί ο γιακάς σας, αν το ξανασκεφτώ, είναι ένα ξένο σώμα στο λαιμό σας, ένα ζωάκι, και δεν τον αγαπάτε. Γι’ αυτόν το λόγο, ως μοντελίστ σκέφτομαι πως η σαγήνη σας οφείλεται αποκλειστικά και μόνον στην εγκυκλοπαιδική σας γνώση για τις γούνες και την επιθυμία σας να σαγηνεύετε μονομερώς. Ζείτε μόνον για τη σαγήνη της σαγήνης. Σας μπέρδεψα; μπερδεύτηκα κι εγώ! Ας το ξεχάσουμε λοιπόν!

Λευκό από χθες, μυθιστόρημα, απόσπασμα

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ
Ένα πλήκτρο αστερία δεν μπόρεσε ν’ αρμέξει
με τη σπιρτάδα από άλμη ούτε μια ρώγα σταφυλιού
που αναφλεγόταν ερήμην μας σε οιωνούς κληματαριάς
ραντίζοντας μ’ άγριο θέρος τις σκιές μας όταν
η θάλασσα με ομοβροντία κοχυλιών πέταξε
το μαύρο γάντι στο σεντόνι κι έβαλε τα γέλια έτσι
όπως μας βρήκε να θωπεύουμε στον ύπνο μας
τα χείλη μ’ αμβροσία απ’ τον ιδρώτα κάποιου εφιάλτη
αγκαλιασμένους σ’ αιματοχυσία ρητορείας
για την αλμύρα στο έγκαυμα και τη συνείδηση στο χάος

ΟΙ 4 ΓΑΤΟΙ
Περιουσίες χάλασα σ’ αργόστροφα φεγγάρια
ελεημοσύνες σε φιγούρες σαλτιμπάγκων
Γύρευα τη φυγή σε ψευδορκία ελλειμμάτων –
Με χέρια στο χρυσάφι της παλέτας
φωνήεντα τρυγούσα αζευγάρωτων βατράχων
μες στο μπαούλο με τα μπακιρένια οστά
και το προικιό της νύχτας τυλιγμένος.

Μπούστο από ρόδο, ρύζι, κάρδαμο, λειχήνες
λιγόστευε την υγρασία στ’ άσπρα ρούχα –
ποιος ξέρει, άραγε, για σάβανο ή πτήση;
Nτύνανε τα μπουλούκια με τις νύφες τον παλιό καιρό
και τους λευκούς με τα όπλα γάτους στη μασχάλη –
μια σπίθα ελευθεριότητας στη γη μας

Ήρθε και χτύπησαν τον Μαύρο Γάτο στα διόδια
και άλλους 4 μαζί στο ίδιο χρώμα
Έκτοτε «το εύδαιμον το ελεύθερον»
όταν παίρνει το εύψυχον αέρα
καίει –και στην Ανάσταση ακόμη–
για λαμπάδα τη φορμόλη με κορδέλα
στα ρουθούνια

Οι 4 γάτοι: Καφέ-εστιατόριο στη Βαρκελώνη, που άνοιξε το 1897 ο Pere Romeu, κατά το πρότυπο του Μαύρου γάτου στο Παρίσι, και το οποίο συγκέντρωνε τους γνωστούς καλλιτέχνες της εποχής.

Artwork: Anne Siems

Η Ιφιγένεια Σιαφάκα γεννήθηκε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το τμήμα Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και έκτοτε έχει εργαστεί ως εκπαιδευτικός, κειμενογράφος, μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων. Έχει ασχοληθεί με το θέατρο και τη γραφιστική. Από τις εκδόσεις «Γρηγόρη» κυκλοφορούν βιβλία απευθυνόμενα σε σπουδαστές και εκπαιδευτικούς. Έχει εκδώσει επίσης: Μια ματιά στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία (Γρηγόρης, 2000, δοκίμια), Το τραγούδι του λύγκα (Γρηγόρης, 2011, μυθιστόρημα), Το πλεκτό και άλλες πλεκτάνες, αφηΓηματα αναΔρομων πΛεξεων (Αrs Poetica, 2013), Μετάlipsi (Γρηγόρης, 2015, ποίηση σε πρόζα). Από το 2016 επιμελείται την περιοδική ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου dip generation (Θράκα, 2016). Άρθρα, κριτικές και αποσπάσματα δημιουργικής γραφής έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και συνεχίζουν να δημοσιεύονται έως σήμερα. Ζει στις Βρυξέλλες.

Ιστοσελίδα: Ενύπνια ψιχίωνhttps://ifigeneiasiafaka.com

 

 

Σοφία Περδίκη

Οι ΑΡΧΙ-ΤΕΚΤΟΝΙΣΣΕΣ
Οι φερόμενες ως Απο-δράστριες του φονικού σεισμού κυκλοφορούν ανενόχλητες με νυχτικά λευκά στους στενούς δρόμους του ανοικισμού, κρατώντας κοπίδια και μπαλόνια. Έχουν τα χέρια βαμμένα στο βατόμουρο αίμα, τσιρίζουν από του ήλιου τη δόση την υπερβολική, τρίζουν τα κόκαλα. Ακούμε από μακριά την οστέινη κλακέτα. Στη θέση της καρδιάς τους αναβοσβήνει ο φακός. Ψάχνουν να βρουν πού χάθηκαν οι νύχτες τους, διακαώς, με τα κλειδιά να κουδουνίζουνε κρεμάμενα απ’ την άκανθα, τα σάλια να τρέχουν πάνω στα ερείπια. Όταν σερνάμενες φτάνουν στα έγκατα, μέσα από λαγούμια, οι φερόμενες και ως Αρχι-τεκτόνισσες αρχίζουν να συνομιλούν με τα πιο ωραία πτώματα.

ΠΕΡΙΕΧΕΙΣ
Περιέχεις ένα κύμβαλο ενόργανο στη θέση της άνω κοιλίας
που την ονομάσαμε καρδιά εμείς που αγαπάμε τις εύηχες λύσεις.
Κάθε που ανοίγει τη φωνή του μέσα στη νύχτα
προκύπτουν όλοι οι τόνοι χωρίς υποδιαιρέσεις
το χέρι σου που κόβει το ψωμί για παράδειγμα
σε ίσα γερά κομμάτια μ’ έναν ρυθμό μισό.
Λικνίζομαι τότε ξαφνικά στη μεγάλη αγκαλιά
κι οι ερωτήσεις στάζουν συνειρμικές από κανάτι.

Έλα-σσων- εδώ;
Μη και μείζων-εγώ ζω;

Περιέχεις και τα γεμάτα διαστήματα
στη θέση τους βαλμένα ωραία σε τάξη
δώδεκα επάλληλες ίσια σιδερωμένες καθαρές Κυριακές.
Έτσι λέει η ιστορία των ημερών
και να η αρμονία και να η παλιά μας βιβλιοθήκη
από το ξύλο της οξιάς και τον αγέρα της.
Άκου πώς λυσσομανάει με ριπές.
Ποιος χτυπάει την πόρτα;
Είναι ο Fagu Vimtu, είπες
και έπεσε το μεγάλο βιβλίο
από το πιο ψηλό, το ετοιμόρροπο ράφι.

Περιέχεις και το ζητούμενο που υπήρχε εξαρχής
με τα φυσικά κενά του
και τον βρόγχο
και την πρώτη ασφυξία.
Δεν ξέρω με ποιο κούρδισμα
συντονίζονται όλα αυτά,
σε ποιες γραμμές θα στηριχτούν
οι ήχοι των νερών των Αώων ποταμών.
Γιατί τελικά στο διάστημα που σχηματίζει η κοίτη τους
σκάλωσαν ένας σωρός ξερολιθιές, παύσεις πολλές
και ακατέργαστες του κοβαλτίου πέτρες.

Artwork: Anne Siems

Η Σοφία Περδίκη γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών «Βακαλό» και στη Σχολή Καλών Τεχνών «L’  École des Beaux-Arts de Saint-Étienne». Το εικαστικό της έργο έχει παρουσιαστεί σε ατομικές και σε ομαδικές εκθέσεις. Ποιήματά της δημοσιεύτηκαν σε  διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, στο συλλογικό τόμο της ομάδας CRAFT (μικρές εκδόσεις, 2015) και στην περιοδική ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου dip generation (Θράκα, 2016).

 

Iστοσελίδα: Στη μεγάλη πόλη των λέξεωνhttps://sofiaperdiki.wordpress.com/

 

Ολβία Παπαηλίου

 

Κατόπιν σύστασης γιατρού

Ήτανε το τραπέζι στης μαμάς το υπνοδωμάτιο, μπούκωνε ο αέρας μαμαδίλα – κάτι αρώματα βαριά, κάτι βελούδα σαρκοβόρα, κάτι χρώματα κόκκινα, κουρτίνες για να μην μπαίνει ο ήλιος, φτερά από παγόνια (που τα μάδησε αυτή με τα μακρόστενά της νύχια, ολοπόρφυρα). Κορσέδες, με μία χαλασμένη κόπιτσα, μυρίζανε μία κακή μαμά. Χαρτάκια με το στόμα της φτιαγμένο σα σουφρωτό φιλάκι, παιχνιδιάρικο, μισάνοιχτο, για μπάτσους και σκαμπίλια σαν εκείνα που είχα δει να δίνει κάποιος κάποτε (που δε θυμάμαι ποιος ή πού να ήταν) σε μια κυρία που δεν ήξερε να κάτσει λίγο φρόνιμα. Σκιές ματιών σε χρώματα σα σαπισμένο μήλο, σα χαλασμένο απίδι, σαν καρπούζι που δε φαγώθηκε γιατ’ είχε παραγινωθεί και το πετάξανε. Στο σπίτι μου, μες στο κουκλόσπιτό μου, ο κούκλος με το μυτερό πιγούνι, ήταν κακίστου χαρακτήρος πεζεβέγκης. Σήκωνε τις φουστίτσες της μαγείρισσας, δάγκωνε της μαμάς τα μαξιλάρια, τον δέρναν όλοι, να τον φέρουν στα σωστά του, καμιά φορά τον πέταγα στον τοίχο, εκείνος πέταγε στον τοίχο το κουτάβι μου, ερχόταν η αστυνομία και τους έπαιρνε όλους μαζί δεμένους για το κάτεργο. Κι εμένα με αφήνανε πια ήσυχη, να βασιλεύω σαν την κόρη της Σοράγιας, με το αυτοκρατορικό μετάλλιο που φύλαγα σε μυστικό κουτί, που μου το είχε παραδώσει ένας ξένος υπηρέτης σε μυστική αποστολή (σταλμένος από την πραγματική μαμά μου). Εκείνη που δεν ήτανε κούρβα ξεσκολισμένη, βαμμένη, και δαρμένη και γδαρμένη σαν την κουνέλα του στιφάδου στην κουζίνα μας.

Κατόπιν σύστασης γιατρού, μυθιστορία, απόσπασμα

Η παρθενία της Βιργινίας

Αχ, τι γλυκός που είσαστε, γιατρέ μου, έτσι να με κοιτάτε κοκκινίζοντας, με κάνετε σχεδόν να το πιστέψω ότι πιστεύετε τις τρέλες που σας λέω! Αλλά με ερωτήσατε, κι έτσι σας απαντάω! Εάν δεν ήταν η κυρία που σας λέω, ποιος ξέρει σε τι βόρβορο θα έπεφτα, μην είχα υποχρεωθεί να παντρευτώ, και ύστερα να ζω μες στην προσποίηση, ότι θέλω τα χάδια του ανδρός, μου, φερ’ ειπείν. Και να κυλιέμαι μες στη μαύρη πουτανιά, επάνω στο γαμήλιο κρεβάτι να ’μαι ψεύτρα. Γιατί εγώ, για να μιλήσω ως γυναίκα, πάντοτε θα παρέμενα ψυχρή έως κι ανέραστη. Δεν εννοώ εγώ από φωτιές και λαύρες, δεν εννοώ από σαράκια, δεν εννοώ από καρδιάς ραγίσματα. Όχι, και πάλι όχι, δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα βίτσια! Εμένα να μου δώσεις ένα στρώμα, κι ας είναι και μονό, αυτό μου φτάνει. Αλλά έτσι τα φέρνει ο Θεός, έτσι κι ο διάβολος. Και ποιος να είναι ποιος, ποιος το εγνώρισε; Γιατί, όσο που αδιάφορη φαινόμουνα εγώ, τόσο ξελύσσιαζαν οι κύριοι που μ’ έβλεπαν. Θυμάμαι πως καθόμουνα με μία πουκαμίσα, μαζί με τις κοπέλες στο σαλόνι μας. Ήμουνα πάντοτε αγγούρω, ειδικά σ’ αντιπαράθεση. Αλλά όσο αγγούρω ήμουνα, τόσο τον ήξερα τον τρόπο να φλερτάρω, αν και βεβαίως κατά τύχη, αρχικά. Και διάφοροι ζητούσαν την παρέα μου, και ας τους έκοβα τη φόρα έτσι που ήμουν (από φύση μου) απότομη. Και χώρια που φερόμουνα μυγιάγγιχτα, και τα κορίτσια με περνούσαν ξιπασμένη.
Όμως, εκείνη η κυρία εις εμέ πολλά επένδυσε. Μου έμαθε να ντύνομαι, μου ’μαθε να μιλάω. Με ενεθάρρυνε να γίνομαι καλύτερη, γιατί είχα μυαλό για μαθηματικά και για πολιτική – τα τραγουδάκια μου δεν ήτανε και τα μελωδικότερα, οπότε έπρεπε να είμαι πιο μελετηρή στην Ιστορία, για να μπορώ να έχω γνώμη και τον τρόπο να τουμπάρω γλυκά-γλυκά ή, αναλόγως, αυστηρά τον κάθε συνομιλητή. Μ’ αυτό που έχεις, με αυτό θα εξελιχθείς – αυτό, θυμάμαι, μου το έλεγε συχνότατα. Και είχε ένα κάρο λεφτά δώσει να με μεταμορφώσει από ξύλο απελέκητο και ελαφρώς στουρνάρι στενοκέφαλο, να γίνω το μπιζού του εντευκτηρίου μας. Πόσες φορές με αγόρασαν για πνευματώδη παρθενίδα καλής οικογενείας ξεπεσμένης, κι εγώ έχω ξεχάσει πια τέτοιον τριψήφιο αριθμό. Το θέμα είναι, αγαπητέ μου, πάντα έπειθα! Γιατί δεν είχα το ταλέντο προς τον έρωτα, είχα την τάση, όμως, να με ερωτεύονται.

Η παρθενία της Βιργινίας, απόσπασμα, μονόλογος

Artwork: Anne Siems

Η Ολβία Παπαηλίου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Συμβουλευτική και Αναλυτική Εικαστική Ψυχοθεραπεία στα πανεπιστήμια του Σέφηλντ και του Ληντς, και ειδικεύθηκε στην έρευνα της Εικαστικής Ψυχοθεραπείας. Ζει και εργάζεται στο Γιόρκσηρ. Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και έχει συμμετάσχει στο συλλογικό τόμο της ομάδας CRAFT (CRAFT II, μικρές εκδόσεις, 2015) και στην περιοδική ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου dip generation (Θράκα, 2016). Εργογραφία: Κατόπιν σύστασης γιατρού (Θράκα, 2016, μυθιστορία), Μόνιμο Ύδωρ-Ζωντανό Νερό (Οδός Πανός, 2013, ποίηση).

Iστοσελίδα: at the corner of Grace and Rapture way – https://olviapapailiou.wordpress.com

“Η ΖΑΡΝΤΙΝΙΕΡΑ”, 1ο τεύχος, diP generation 2017

Παράρτημα θεσπεσίων ανθήσεων και θαμβωτικών συναθροίσεων – Δωρεάν μετά του τεύχους, αν και δεν θα ’πρεπε

Διευθύντρια σύνταξης: Βάλια Πέτα-Πιερότου Αρχισυντάκτρια: Γωγώ Λαλαράκη
Τα νέα του λόγου και των ανθρώπων του.
1ο τεύχος

Πλήθος τα βραβεία και οι διακρίσεις με τα οποία ετιμήθης συ, πάγκαλε συντοπίτη! Από πού να ξεκινήσει κανείς, τι να πρωτοπεί, τι τίτλους τιμής να αναφέρει έμπροσθεν του σεπτού σκηνώματος ενός αγαστού αγίου του ελληνικού πνεύματος; Γι’ αυτό θα περιοριστώ σε λίγα μόνον: 1ο βραβείο του Πολιτιστικού Συλλόγου ο «Αστήρ της Γαύδου» για τα νησιωτικά σου διηγήματα το 1981, 1ο βραβείο της Εταιρείας Λογοτεχνών «Ξανθούλα» για τα διηγήματα του έρωτα και της ξενιτιάς, το 1992, Μετάλλιο της πόλης των Θερμοπυλών για τη μελέτη σου εις την καβαφικήν ποίηση, το 2000, Μεγαλόσταυρος της Βιβλιοθήκης της ομογένειας του Κάνσας, για το σύνολο του μεταφρασμένου έργου σου στην αγγλική. Και άλλα, και άλλα… Δεν έλειψαν και οι ψίθυροι διά την υποψηφιότητά σου για τη μέγιστη τιμή του Νόμπελ της λογοτεχνίας.    Ωστόσο, αν και δαφνοσκεπής, πολυφίλητε Ελισαίε, διήγες βίον παραδειγματικά ταπεινόν και προσηνή. Ουδέποτε εκόμπασες διά τα επιτεύγματά σου και ημείς σε καμαρώναμε, σταυραετέ της Μηλίτσας! Το πνεύμα της πατρώας γης σε γαλούχησε, σε γονιμοποίησε και εγέννησες πνευματικώς τους καρπούς σου, όπως: Η λεϊμονιά κελάηδησε και ζήλεψε η μηλέα, το παρθενικό σου διήγημα, εκεί ήτο όπου εξεφάνη το συγγραφικό σου τάλαντο που έμελλε να αλώσει τις καρδιές των απανταχού Μηλιτσιωτών· τον λαογραφικό θησαυρό,  Χελιδονίσματα εν Μηλίτση· το ψυχογράφημα Το Μυστικό της Βαβούραινας,  το μυστηριώδες «Ματωμένα μήλα στο πανέρι»· το ταξιδιωτικό Οι γέφυρες του Κρούναλου· το ηθογραφικό Η λαλιά του Τρικαγιώργη·  Τα μελιά φιλιά, ποιητική σύνθεση σε 9 μέρη, μελοποιημένη για κλαρίνο και βιολί· το ανατρεπτικό σου πόνημα, που ευτύχησε να γίνει και σήριαλ εις την τηλεόραση, Τρακτέρ στην ομίχλη. Και  ας κλείσω εδώ, για να μην μακρυγορώ, δεν θα το ήθελες άλλωστε κι εσύ, τον μακρύ, μακρύτατο κατάλογο του έργου σου με την κορωνίδα και κύκνειο άσμα σου Πού βαίνει ο ήλιος, Μάνα;, που αυτήν τη στιγμή ευτυχεί να βρίσκεται σε βραχείες λίστες, προτεινόμενο από τους πλέον έγκριτους κριτικούς της Πελοποννήσου.

Από τη   Νεκρολογία ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΑ ΜΟΣΧΟΜΕΡΙΤΗ για τον συγγραφέα-λαογράφο ΕΛΙΣΣΑΙΟ ΜΠΡΕΘΕ

 V

Είναι η Πλάσις κουζίνα, όπου μπρίκια κολλώδη
Φυσαλίδες εκκρίνουν πολλών μεγεθών
Και σχημάτων, που ξύνουν αισθήσεων δειλών
Τον πυρήνα, κι αυτός –ζαλισμένο χταπόδι–

Μες σε χειρονομίες αχνές τις στοιβάζει
Με πλοκάμια που γνέφουν προς άστρο κενό
Και σε χασμουρητό τις σκορπά πτυχωτό
Για να σβήσουν, εκσπώντας σε αδέξιο χαλάζι,

Που αμολώντας σπειριά κυνηγά να εκπορνεύσει
Τη θερμότατη σάρκα, ως απλώνει οσμή
Συγχορδίας, με θωριά οργασμού με τη γεύση

Μιας ματιάς μεθυσμένης, με ιδρώτος κλαγγή,
Και με ψαύση απαλή του ζελέ που ασπαίρει
– Συγχορδία που φρενήρες συνέταξε χέρι.

Από το   Δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του ΖΗΣΗ ΣΤΕΡΦΟΥ – 6 ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΣΟΝΕΤΑ

ΛΕΥΚΗ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΗ: ΓΙΑ ΜΕΝΑ Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ

Συνέντευξη της ποιήτριας Λευκής Γεροβασίλη στον συνεργάτη μας, Κρίτωνα Γοιδόπουλο, δρα Φιλολογίας και συνταξιούχο Σύμβουλο Δ.Ε.

 Η Λευκή Γεροβασίλη ετοιμάζεται να εκδώσει την πρώτη της ποιητική συλλογή το φθινόπωρο του 2017. Ωστόσο, οι εραστές της τέχνης της ποιήσεως είναι ήδη εξοικειωμένοι με το ιδιαίτερο χάρισμα της νεαρής ποιήτριας, καθώς ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί ήδη σε αρκετά έντυπα και διαδικτυακά λογοτεχνικά περιοδικά, και έχουν μάλιστα μεταφρασθεί στα αγγλικά, ιταλικά και σέρβικα και συμπεριληφθεί σε ανθολογίες. Γεννημένη το 1992, η Γεροβασίλη αποφοίτησε με άριστα από το Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (κατεύθυνση Μεσαιωνικής και Νεοελληνικής Φιλολογίας) το 2014. Τα τελευταία δύο χρόνια ζει στο Παλέρμο, όπου εκπονεί διδακτορική διατριβή με θέμα τη γυναικεία παρουσία στην ποίηση της Κικής Δημουλά.  Είναι σαφές ότι η Λευκή Γεροβασίλη ανήκει σε μια νεότατη γενιά ποιητών η οποία αρθρώνει έναν ποιητικό λόγο σμιλεμένο και πρωτότυπο, έχοντας συγχρόνως άριστη γνώση και εποπτεία της νεοελληνικής αλλά και της παγκόσμιας ποίησης.

Λευκή, πότε ένιωσες για πρώτη φορά το άγγιγμα της Μούσας; Ποια ήταν τα πρώτα σου ποιητικά σκιρτήματα;  Πρώτα πρώτα, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την ευκαιρία που μου δίνετε να πω δυο πράγματα για την ποίησή μου και για την οπτική μου πάνω στην τέχνη γενικότερα. Πραγματικά, το θεωρώ μεγάλη τιμή, καθώς δεν συνηθίζεται να δίνεται βήμα σε έγκριτα λογοτεχνικά περιοδικά σε τόσο νέους ποιητές, πόσο μάλλον όταν δεν έχει καν εκδοθεί ακόμη το πρώτο τους βιβλίο. Τώρα, όσον αφορά την ερώτησή σας, θα σας έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν ότι μπορώ να θυμηθώ πότε ακριβώς και πού με άγγιξε η Μούσα της Ποιήσεως για πρώτη φορά. Η αλήθεια είναι ότι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου γράφω ποιήματα. Αισθάνομαι ότι γεννήθηκα για την ποίηση, ζω μέσα στην ποίηση και δεν θα μπορούσα να ζήσω πουθενά αλλού. Για μένα η ποίηση δεν είναι επιλογή, δεν είναι ότι είπα κάποια στιγμή «α, τώρα θα κάτσω να γράψω ένα ποίημα», για μένα η ποίηση είναι τρόπος ζωής, και μάλιστα ο μοναδικός τρόπος ζωής που έχω. Ευλογώ, βεβαίως, τον Θεό, διότι είχα την τύχη να γεννηθώ σε ένα σπίτι όπου η ποίηση ήταν πάντα ευπρόσδεκτη. Την ανθολογία Σοκόλη, ας πούμε, την είχα απομνημονεύσει ολόκληρη ήδη από το δημοτικό, ενώ όλα τα έργα των σπουδαιότερων ποιητών μας τα διάβασα πριν καλά καλά μπω στην εφηβεία. Αυτό το οφείλω στη μητέρα μου, η οποία, αν και επιστήμων, πάντα αγαπούσε την ποίηση και τη μουσική και οπωσδήποτε διευκόλυνε πολύ με το παράδειγμα αλλά και τις προτροπές της την εξοικείωσή μου με αυτές τις τέχνες.

 Έδυ μας το κάλλος

Γλυκύτατο το έαρ
παρά την κατάνυξη του ναού

Βγαίνω στον περίβολο
σαν μια γυναίκα κι εγώ του Στειριού
να μαζέψω λουλούδια
ποιος ξέρει για ποιον επιτάφιο
ποιος ξέρει για τίνος το ξόδι

Στον τόπο μας γέρνουν τα βουνά
προσκυνούν
αποκλείουν του ήλιου το φως
πενθούν
γνωρίζουν τη μοίρα μας

Και κάθε άνοιξη
κόβουμε από τους σκοτεινούς μας κήπους
λίγα εύθραυστα λουλούδια
εις μνήμην
τραγουδάμε
γλυκύτατό μου τέκνο
περιμένουμε πως αυτή την άνοιξη
κάποιος θ᾽ αναστηθεί

Έτσι εναλλάσσονται στον τόπο μας οι εποχές
με υμνωδίες και προσδοκίες

ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΜΑΞΙΛΑΡΙ

H ύπαρξη του ανθρώπου ταλανίζεται από πολλά ερωτηματικά. Ο κόσμος του κάποτε χάνεται σκοτεινός κάτω από τα πόδια του. Οι μέρες του χωρίς ήλιο κι ελπίδα τον κάνουν να ψάχνει ένα ζεστό χέρι που θα τον τραβήξει από την ανυπαρξία στο μονοπάτι της ζωής. Όμως η μοίρα κατασκοπεύει τη χαρά, αφήνοντας τα ανεξίτηλα χνάρια της στη νύχτα του είναι μας. Αυτός είναι ο καμβάς της ιστορίας της Λίζας και του Ηλία, μιας πανέμορφης ηθοποιού από το Καρπενήσι και ενός ανερχόμενου επιχειρηματία, μετανάστη από την Αλβανία, ο οποίος μοιράζεται ανάμεσα σε Λονδίνο και Αθήνα. Η Λίζα πέφτει στα μεγάλα φώτα της πόλης αλλά και στα τραγικά σφάλματα της νεότητας. Ο Ηλίας, τρυφερός και προφητικός, ο φύλακας άγγελός της είναι εκεί για να αναστρέψει την καταστροφική πορεία της και να της υποσχεθεί ένα μέλλον που θα εκπληρώσει και τις πιο κρυφές επιθυμίες της. Παράλληλα, ο Παναγιώτης, γόνος γνωστής οικογένειας από το Καρπενήσι διεκδικεί την όμορφη Λίζα με τη συγκατάβαση και των γονιών της, που ποτέ δεν ήταν σύμφωνοι με τις επιλογές της κόρης τους. Ο Παναγιώτης υπόσχεται ότι θα δώσει τα χρήματα, για να ανοίξει το δικό της θέατρο η Λίζα στο Καρπενήσι. Ο Ηλίας μαθαίνει το παρασκήνιο και τρελός από έρωτα και ζήλια απειλεί τη Λίζα ότι, εάν τον εγκαταλείψει, θα φανερώσει το μεγάλο μυστικό της στον Βαγγέλη, τον αδελφό του Παναγιώτη και ιδιοκτήτη αλυσίδας εστιατορίων πρόχειρων γευμάτων. Η Λίζα βρίσκεται σε δίλημμα: έρωτας ή τέχνη; Ο Παναγιώτης εξίσου: έρωτας και τέχνη ή οικονομία; Και τέλος ο Ηλίας: έρωτας και τέχνη ή αξιοπρέπεια;  Η απάντηση ως κεραυνός εν αιθρία θα φτάσει από το Λονδίνο στο Καρπενήσι, αφού περάσει από την Αθήνα και το εστιατόριο πρόχειρων γευμάτων του Βαγγέλη, την ημέρα μιας απρόσμενης σφοδρής καταιγίδας.

Από το  Εβίτα Μαυρομιχάλη-Ρόζου, Σφοδρή καταιγίδα, Βαθυκόρος 2016 Επιλογή-Επιμέλεια-Κριτική: Φώντας Δημητρακόπουλος, δημοσιογράφος

Η τελευταία του, υπό έκδοση συλλογή,  Παντελόνι στη λίμνη, από τις εκδόσεις Ενατένιση βαθαίνει ακόμη περισσότερο στο ανθρώπινο θαύμα και στα νήματα της σύνδεσης με το Εν, που η ποιητική φλέβα του Σωκράτους μεταφέρει με τρόπο μοναδικό και πρωτότυπο.  Ο στίχος του με ρωμαλέα εικόνα περνάει από τους παλαμικούς ρυθμούς και τη μαβιλική ένταση, για να υπερκεράσει με σοφό τρόπο τον εμπειρίκιο τρόπο διάνοιξης των ασυνείδητων εικόνων και τον σεφερικό σκεπτικισμό, τάσεις που εντάσσονται με μαεστρία στο ιδιαίτερο είδος των χαϊκού, που τόσο εύστοχα υπηρετεί.

ΤOY NOY KΑΙ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ
Φέρτε μου τώρα/ Στυλό και σάρκα λευκή/  Να χειρουργήσω.
Οι αστερίσκοι/ Αδιάβαστων βιβλίων/ Μουλιάζουν μόνοι.
Καθώς μιλούμε/ Οι λέξεις μας σαστίζουν:/ μας ατενίζουν.
Η κάθε σκέψη/ Που κάνω σκαλώνει σε/ Νύξεις τραυλισμού.
ΤΗΣ ΓΕΥΣΗΣ
Τα σύκα σύκα/ Τα μάτια κυνόρροδα/ Τα βιολιά βρύα.
Αδρή μουστάρδα/ Συρίζει βραδυφλεγής/ Στον ουρανίσκο.
Σε μπεκρή μεζέ/ Στη λάσπη του σούρουπου/ Η Γης κυλιέται.
Οσμής λεμονιού/ Το νήμα τυλίγεται/ Σ’ αιθάλης στήθια.
Ο καρτερικός/ Μικρό ψωμί κρατάει/  Και δεν το τρώει.
Τούρτα γιορτινή/ Χιονισμένα τα βουνά/ Τρώω την πλήξη.

Aπό το  Μπάμπος Σωκράτους,  180 χαϊκού Παντελόνι στη λίμνη, Ενατένιση, 2017 (υπό έκδοση) Επιλογή-Επιμέλεια-Κριτική: Δανιήλ Κατσιρούμπας, ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός

 Πωλείται από λαοφιλή πεζογράφο φουρνάκι ρομπότ μάρκας Cronos PL23, χωρητικότητας 12 lt, 37 x 37 x 40, 1200 Watt με χρονοδιακόπτη, σε λευκό χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε μόνον για την παρασκευή τσιπς σε μεγάλα κομμάτια, σκορδόψωμου, ψητού μπακαλιάρου και παέγιας σε γεύματα κριτικών και φίλων πεζογράφων. Πωλείται λόγω διαζυγίου. Θα εκτεθεί στις 10 τελευταίες παρουσιάσεις του βιβλίου του πεζογράφου, που θα γίνουν εντός των ερχομένων 3 μηνών. Δωρίζεται με την αγορά 50 αντιτύπων. ΖΑΡΝΤΙΝΙΕΡΑ 80ΡΕΒΘ Ζητείται καλός γνώστης της ελληνικής ιστορίας για θεατρική διασκευή ρομαντικών μυθιστορημάτων με φόντο την ελληνιστική εποχή, την τουρκοκρατία και την Κατοχή. Οι ειδικές γνώσεις για τα άγνωστα αλλά υπαρκτά νήματα μεταξύ Κατοχής και ελληνιστικής εποχής θα συνεκτιμηθούν. 8 ευρώ το τυπογραφικό. ΖΑΡΝΤΙΝΙΕΡΑ 438ΛΚ Ζητείται έμπειρος ψήστης, χωρίς ταμπού (σπληνάντερο), για παρουσίαση ιστορικού μυθιστορήματος σε αγρόκτημα της Χαλκιδικής. Επίσης ζητείται χειριστής συνθεσάιζερ ή/και κλαρίνου για τη μουσική επένδυση της εκδηλώσεως. Προτεινόμενο ρεπερτόριο: ηπειρώτικα μοιρολόγια, Λορίνα Μακ Κέννιτ, Σπανουδάκης. Αμοιβή ικανοποιητική. Προσφέρεται δωρεάν κατάλυμα για μπάνια. ΖΑΡΝΤΙΝΙΕΡΑ 0967ΚΚΡΣ

Μη διστάσετε να μας απευθυνθείτε για δωρεάν καταχώρηση της αγγελίας σας Επικοινωνία: Βάλια Πέτα-Πιερότου και Γωγώ Λαλαράκη zarntiniera.agel@gmail.com

Από το ΟΙ ΜΙΚΡΕΣ ΑΓΓΕΛΙΕΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΜΑΣ

Artwork: Marcelo Monreal

.

.